ενικός         πληθυντικός  
birthplace birthplaces

  Ετυμολογία

επεξεργασία
birthplace < birth + place

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

birthplace (en)

  1. η γενέτειρα, η περιοχή καταγωγής μου
    ⮡  I want to return to my birthplace.
    Θέλω να ξαναγυρίσω στη γενέτειρα μου.
     συνώνυμα: hometown
  2. η γενέτειρα, το μέρος όπου συνέβη κάτι για πρώτη φορά
    ⮡  Greece is the birthplace of democracy.
    Η Ελλάδα είναι η γενέτειρα της Δημοκρατίας.