birth
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
birth | births |
birth (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η γέννηση
- ⮡ The child weighed 3 kilos at birth.
- Το παιδί ζύγισε 3 κιλά στη γέννηση του.
- ⮡ birth control/birth rate - έλεγχος γεννήσεων/ποσοστό γεννήσεων
- ⮡ birth place/birth certificate - τόπος γεννήσεως/πιστοποιητικό γεννήσεως
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη childbirth
- ⮡ The child weighed 3 kilos at birth.
Παράγωγα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | birth |
γ΄ ενικό ενεστώτα | births |
αόριστος | birthed |
παθητική μετοχή | birthed |
ενεργητική μετοχή | birthing |
birth (en)
- γεννώ
- ⮡ She birthed ten children
- Γέννησε δέκα παιδιά
- ≈ συνώνυμα: give birth
- ⮡ She birthed ten children
Πηγές
επεξεργασία- birth (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- birth (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 185. ISBN 9780194325684., λήμμα: γέννηση