give birth
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | give birth |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gives birth |
αόριστος | gave birth |
παθητική μετοχή | given birth |
ενεργητική μετοχή | giving birth |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαgive birth (en) (ιδιωματισμός)
- γεννώ (παιδί)
- ⮡ she gave birth to twins - γέννησε δίδυμα
- (μεταφορικά) επινοώ κάτι το καινούριο