ενεστώτας give birth
γ΄ ενικό ενεστώτα gives birth
αόριστος gave birth
παθητική μετοχή given birth
ενεργητική μετοχή giving birth

  Ετυμολογία

επεξεργασία
give birth < → δείτε τις λέξεις give και birth

  Έκφραση

επεξεργασία

give birth (en) (ιδιωματισμός)

  1. γεννώ (παιδί)
    she gave birth to twins - γέννησε δίδυμα
  2. (μεταφορικά) επινοώ κάτι το καινούριο

Συνώνυμα

επεξεργασία