βάρβαρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
βάρβαρων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του βάρβαρος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του βάρβαρος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βάρβαρος