βαρβάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαρβάτος | η | βαρβάτη | το | βαρβάτο |
γενική | του | βαρβάτου | της | βαρβάτης | του | βαρβάτου |
αιτιατική | τον | βαρβάτο | τη | βαρβάτη | το | βαρβάτο |
κλητική | βαρβάτε | βαρβάτη | βαρβάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαρβάτοι | οι | βαρβάτες | τα | βαρβάτα |
γενική | των | βαρβάτων | των | βαρβάτων | των | βαρβάτων |
αιτιατική | τους | βαρβάτους | τις | βαρβάτες | τα | βαρβάτα |
κλητική | βαρβάτοι | βαρβάτες | βαρβάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαρβάτος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βαρβᾶτος < λατινική barbatus < barba < *farba < πρωτοϊταλική *farβā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰardʰeh₂ (γένι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaɾˈva.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαρ‐βά‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαβαρβάτος
- (για ζώο) όχι ευνουχισμένος, που χρησιμοποιείται για αναπαραγωγή
- ※ Είχαν ένα βαρβάτο άλογο, έναν επιβήτορα, που τον ζευγάρωναν με φοράδες ή γαϊδούρες. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- που χαρακτηρίζεται από σεξουαλικό δυναμισμό
- δυνατός σε κάποιον τομέα
- ⮡ είναι βαρβάτος επιστήμονας
- ≈ συνώνυμα: σπουδαίος, σημαντικός
- μεγάλος ως προς το μέγεθος, τη σημασία ή μεγάλης δυσκολίας
- γενναίος, ανδρείος
- ⮡ είναι βαρβάτο παληκάρι
Συγγενικά
επεξεργασία- βαρβατίλα
- βαρβατότητα
- → δείτε και τη λέξη μπαρμπέρης