Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νταβραντισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Μετοχή
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νταβραντισμέν
ος
η
νταβραντισμέν
η
το
νταβραντισμέν
ο
γενική
του
νταβραντισμέν
ου
της
νταβραντισμέν
ης
του
νταβραντισμέν
ου
αιτιατική
τον
νταβραντισμέν
ο
την
νταβραντισμέν
η
το
νταβραντισμέν
ο
κλητική
νταβραντισμέν
ε
νταβραντισμέν
η
νταβραντισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νταβραντισμέν
οι
οι
νταβραντισμέν
ες
τα
νταβραντισμέν
α
γενική
των
νταβραντισμέν
ων
των
νταβραντισμέν
ων
των
νταβραντισμέν
ων
αιτιατική
τους
νταβραντισμέν
ους
τις
νταβραντισμέν
ες
τα
νταβραντισμέν
α
κλητική
νταβραντισμέν
οι
νταβραντισμέν
ες
νταβραντισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νταβραντισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
νταβραντίζω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
da.vɾan.diˈzme.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
νταβραντισμένος
ζωηρός
,
δυνατός
,
σφριγηλός