Ετυμολογία

επεξεργασία
νταβραντίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική davrandim (είμαι δραστήριος) + -ίζω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /da.vɾanˈdi.zo/

νταβραντίζω, αόρ.: νταβράντισα, μτχ.π.π.: νταβραντισμένος, χωρίς παθητική φωνή

  1. (λαϊκότροπο) δίνω ζωτικότητα, δυναμώνω
     συνώνυμα: σφύζω
  2. τραντάζω [2]
     συνώνυμα: ταρακουνώ

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. νταβραντίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)