Ετυμολογία

επεξεργασία
ταρακουνώ < ταρά(ζω) + κουνώ

ταρακουνώ/ταρακουνάω, πρτ.: ταρακουνούσα/ταρακούναγα, παθ.φωνή: ταρακουνιέμαι, π.αόρ.: ταρακουνήθηκα, μτχ.π.π.: ταρακουνημένος

  1. (κυριολεκτικά) κουνάω κάποιον με δύναμη
     συνώνυμα: τραντάζω, διασείω
  2. (μεταφορικά) επηρεάζω, κλονίζω, συγκλονίζω

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).