ταρακουνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ta.ɾa.kuˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ρα‐κου‐νώ
Ρήμα
επεξεργασίαταρακουνώ/ταρακουνάω, πρτ.: ταρακουνούσα/ταρακούναγα, παθ.φωνή: ταρακουνιέμαι, π.αόρ.: ταρακουνήθηκα, μτχ.π.π.: ταρακουνημένος
- (κυριολεκτικά) κουνάω κάποιον με δύναμη
- (μεταφορικά) επηρεάζω, κλονίζω, συγκλονίζω
Σημειώσεις
επεξεργασία- Ο τύπος ταρακουνώ είναι σπανιότερος από τον τύπο ταρακουνάω.[1]
Συγγενικά
επεξεργασία- ταρακούνημα
- → δείτε τις λέξεις ταράζω και κουνώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταρακουνάω - ταρακουνώ | ταρακουνούσα | θα ταρακουνάω - ταρακουνώ | να ταρακουνάω - ταρακουνώ | ταρακουνώντας | |
β' ενικ. | ταρακουνάς | ταρακουνούσες | θα ταρακουνάς | να ταρακουνάς | ταρακούνα - ταρακούναγε | |
γ' ενικ. | ταρακουνάει - ταρακουνά | ταρακουνούσε | θα ταρακουνάει - ταρακουνά | να ταρακουνάει - ταρακουνά | ||
α' πληθ. | ταρακουνάμε - ταρακουνούμε | ταρακουνούσαμε | θα ταρακουνάμε - ταρακουνούμε | να ταρακουνάμε - ταρακουνούμε | ||
β' πληθ. | ταρακουνάτε | ταρακουνούσατε | θα ταρακουνάτε | να ταρακουνάτε | ταρακουνάτε | |
γ' πληθ. | ταρακουνάν(ε) - ταρακουνούν(ε) | ταρακουνούσαν(ε) | θα ταρακουνάν(ε) - ταρακουνούν(ε) | να ταρακουνάν(ε) - ταρακουνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταρακούνησα | θα ταρακουνήσω | να ταρακουνήσω | ταρακουνήσει | ||
β' ενικ. | ταρακούνησες | θα ταρακουνήσεις | να ταρακουνήσεις | ταρακούνα - ταρακούνησε | ||
γ' ενικ. | ταρακούνησε | θα ταρακουνήσει | να ταρακουνήσει | |||
α' πληθ. | ταρακουνήσαμε | θα ταρακουνήσουμε | να ταρακουνήσουμε | |||
β' πληθ. | ταρακουνήσατε | θα ταρακουνήσετε | να ταρακουνήσετε | ταρακουνήστε | ||
γ' πληθ. | ταρακούνησαν ταρακουνήσαν(ε) |
θα ταρακουνήσουν(ε) | να ταρακουνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ταρακουνήσει | είχα ταρακουνήσει | θα έχω ταρακουνήσει | να έχω ταρακουνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ταρακουνήσει | είχες ταρακουνήσει | θα έχεις ταρακουνήσει | να έχεις ταρακουνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ταρακουνήσει | είχε ταρακουνήσει | θα έχει ταρακουνήσει | να έχει ταρακουνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ταρακουνήσει | είχαμε ταρακουνήσει | θα έχουμε ταρακουνήσει | να έχουμε ταρακουνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ταρακουνήσει | είχατε ταρακουνήσει | θα έχετε ταρακουνήσει | να έχετε ταρακουνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ταρακουνήσει | είχαν ταρακουνήσει | θα έχουν ταρακουνήσει | να έχουν ταρακουνήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ταρακουνιέμαι | ταρακουνιόμουν(α) | θα ταρακουνιέμαι | να ταρακουνιέμαι | ||
β' ενικ. | ταρακουνιέσαι | ταρακουνιόσουν(α) | θα ταρακουνιέσαι | να ταρακουνιέσαι | ||
γ' ενικ. | ταρακουνιέται | ταρακουνιόταν(ε) | θα ταρακουνιέται | να ταρακουνιέται | ||
α' πληθ. | ταρακουνιόμαστε | ταρακουνιόμαστε ταρακουνιόμασταν |
θα ταρακουνιόμαστε | να ταρακουνιόμαστε | ||
β' πληθ. | ταρακουνιέστε | ταρακουνιόσαστε ταρακουνιόσασταν |
θα ταρακουνιέστε | να ταρακουνιέστε | ταρακουνιέστε | |
γ' πληθ. | ταρακουνιούνται | ταρακουνιόνταν(ε) ταρακουνιούνταν ταρακουνιόντουσαν |
θα ταρακουνιούνται | να ταρακουνιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ταρακουνήθηκα | θα ταρακουνηθώ | να ταρακουνηθώ | ταρακουνηθεί | ||
β' ενικ. | ταρακουνήθηκες | θα ταρακουνηθείς | να ταρακουνηθείς | ταρακουνήσου | ||
γ' ενικ. | ταρακουνήθηκε | θα ταρακουνηθεί | να ταρακουνηθεί | |||
α' πληθ. | ταρακουνηθήκαμε | θα ταρακουνηθούμε | να ταρακουνηθούμε | |||
β' πληθ. | ταρακουνηθήκατε | θα ταρακουνηθείτε | να ταρακουνηθείτε | ταρακουνηθείτε | ||
γ' πληθ. | ταρακουνήθηκαν ταρακουνηθήκαν(ε) |
θα ταρακουνηθούν(ε) | να ταρακουνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ταρακουνηθεί | είχα ταρακουνηθεί | θα έχω ταρακουνηθεί | να έχω ταρακουνηθεί | ταρακουνημένος | |
β' ενικ. | έχεις ταρακουνηθεί | είχες ταρακουνηθεί | θα έχεις ταρακουνηθεί | να έχεις ταρακουνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ταρακουνηθεί | είχε ταρακουνηθεί | θα έχει ταρακουνηθεί | να έχει ταρακουνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ταρακουνηθεί | είχαμε ταρακουνηθεί | θα έχουμε ταρακουνηθεί | να έχουμε ταρακουνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ταρακουνηθεί | είχατε ταρακουνηθεί | θα έχετε ταρακουνηθεί | να έχετε ταρακουνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ταρακουνηθεί | είχαν ταρακουνηθεί | θα έχουν ταρακουνηθεί | να έχουν ταρακουνηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταρακουνώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).