διασείω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διασείω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διασείω
Ρήμα
επεξεργασία
διασείω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
διασείω (αόριστος: διέσεισα, παρατατικός: διέσειον, μέλλοντας: διασείσω)
- κουνώ βιαίως
- συγχέω
- φοβίζω
- (ελληνιστική κοινή,σε Κ.Δ.) εκβιάζω και αποσπώ χρήματα από κάποιον
Εκφράσεις
επεξεργασία- διασείειν οὐρᾷ - (για ζώο) κουνώ την ουρά μου