Ετυμολογία

επεξεργασία
διασείω < δια- + σείω

διασείω (αόριστος: διέσεισα, παρατατικός: διέσειον, μέλλοντας: διασείσω)

  1. κουνώ βιαίως
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κυνηγετικός, 6
    ταχὺ τὰς οὐρὰς διασείουσαι
  2. συγχέω
  3. φοβίζω
  4. (ελληνιστική κοινή,σε Κ.Δ.) εκβιάζω και αποσπώ χρήματα από κάποιον

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • διασείειν οὐρᾷ - (για ζώο) κουνώ την ουρά μου

Παράγωγα

επεξεργασία