Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλονίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

κλονίζω

  • δημιουργώ συνθήκες αστάθειας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία