συγκλονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκλονίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συγκλονίζω μεταπλασμένος τύπος για < αρχαία ελληνική συγκλονῶ[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συγ- + κλονίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡloˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συγ‐κλο‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασυγκλονίζω, αόρ.: συγκλόνισα, παθ.φωνή: συγκλονίζομαι, π.αόρ.: συγκλονίστηκα, μτχ.π.π.: συγκλονισμένος
- προκαλώ έντονη ψυχική αναστάτωση
- ※ Ο θάνατος της θείας που με μεγάλωσε ήταν αναπάντεχος και με συγκλόνισε. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκλονίζω | συγκλόνιζα | θα συγκλονίζω | να συγκλονίζω | συγκλονίζοντας | |
β' ενικ. | συγκλονίζεις | συγκλόνιζες | θα συγκλονίζεις | να συγκλονίζεις | συγκλόνιζε | |
γ' ενικ. | συγκλονίζει | συγκλόνιζε | θα συγκλονίζει | να συγκλονίζει | ||
α' πληθ. | συγκλονίζουμε | συγκλονίζαμε | θα συγκλονίζουμε | να συγκλονίζουμε | ||
β' πληθ. | συγκλονίζετε | συγκλονίζατε | θα συγκλονίζετε | να συγκλονίζετε | συγκλονίζετε | |
γ' πληθ. | συγκλονίζουν(ε) | συγκλόνιζαν συγκλονίζαν(ε) |
θα συγκλονίζουν(ε) | να συγκλονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκλόνισα | θα συγκλονίσω | να συγκλονίσω | συγκλονίσει | ||
β' ενικ. | συγκλόνισες | θα συγκλονίσεις | να συγκλονίσεις | συγκλόνισε | ||
γ' ενικ. | συγκλόνισε | θα συγκλονίσει | να συγκλονίσει | |||
α' πληθ. | συγκλονίσαμε | θα συγκλονίσουμε | να συγκλονίσουμε | |||
β' πληθ. | συγκλονίσατε | θα συγκλονίσετε | να συγκλονίσετε | συγκλονίστε | ||
γ' πληθ. | συγκλόνισαν συγκλονίσαν(ε) |
θα συγκλονίσουν(ε) | να συγκλονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγκλονίσει | είχα συγκλονίσει | θα έχω συγκλονίσει | να έχω συγκλονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συγκλονίσει | είχες συγκλονίσει | θα έχεις συγκλονίσει | να έχεις συγκλονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συγκλονίσει | είχε συγκλονίσει | θα έχει συγκλονίσει | να έχει συγκλονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκλονίσει | είχαμε συγκλονίσει | θα έχουμε συγκλονίσει | να έχουμε συγκλονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συγκλονίσει | είχατε συγκλονίσει | θα έχετε συγκλονίσει | να έχετε συγκλονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκλονίσει | είχαν συγκλονίσει | θα έχουν συγκλονίσει | να έχουν συγκλονίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκλονίζομαι | συγκλονιζόμουν(α) | θα συγκλονίζομαι | να συγκλονίζομαι | ||
β' ενικ. | συγκλονίζεσαι | συγκλονιζόσουν(α) | θα συγκλονίζεσαι | να συγκλονίζεσαι | ||
γ' ενικ. | συγκλονίζεται | συγκλονιζόταν(ε) | θα συγκλονίζεται | να συγκλονίζεται | ||
α' πληθ. | συγκλονιζόμαστε | συγκλονιζόμαστε συγκλονιζόμασταν |
θα συγκλονιζόμαστε | να συγκλονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | συγκλονίζεστε | συγκλονιζόσαστε συγκλονιζόσασταν |
θα συγκλονίζεστε | να συγκλονίζεστε | (συγκλονίζεστε) | |
γ' πληθ. | συγκλονίζονται | συγκλονίζονταν συγκλονιζόντουσαν |
θα συγκλονίζονται | να συγκλονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκλονίστηκα | θα συγκλονιστώ | να συγκλονιστώ | συγκλονιστεί | ||
β' ενικ. | συγκλονίστηκες | θα συγκλονιστείς | να συγκλονιστείς | συγκλονίσου | ||
γ' ενικ. | συγκλονίστηκε | θα συγκλονιστεί | να συγκλονιστεί | |||
α' πληθ. | συγκλονιστήκαμε | θα συγκλονιστούμε | να συγκλονιστούμε | |||
β' πληθ. | συγκλονιστήκατε | θα συγκλονιστείτε | να συγκλονιστείτε | συγκλονιστείτε | ||
γ' πληθ. | συγκλονίστηκαν συγκλονιστήκαν(ε) |
θα συγκλονιστούν(ε) | να συγκλονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συγκλονιστεί | είχα συγκλονιστεί | θα έχω συγκλονιστεί | να έχω συγκλονιστεί | συγκλονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συγκλονιστεί | είχες συγκλονιστεί | θα έχεις συγκλονιστεί | να έχεις συγκλονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συγκλονιστεί | είχε συγκλονιστεί | θα έχει συγκλονιστεί | να έχει συγκλονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκλονιστεί | είχαμε συγκλονιστεί | θα έχουμε συγκλονιστεί | να έχουμε συγκλονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συγκλονιστεί | είχατε συγκλονιστεί | θα έχετε συγκλονιστεί | να έχετε συγκλονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκλονιστεί | είχαν συγκλονιστεί | θα έχουν συγκλονιστεί | να έχουν συγκλονιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συγκλονισμένος - είμαστε, είστε, είναι συγκλονισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συγκλονισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συγκλονισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συγκλονισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συγκλονισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συγκλονισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συγκλονισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκλονίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.