• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συνταράζω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Κλίση
      • 1.3.2 Άλλες μορφές
      • 1.3.3 Συγγενικά
      • 1.3.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
συνταράζω < αρχαία ελληνική συνταράσσω < σύν + ταράσσω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sin.daˈɾa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντα‐ρά‐ζω

Ρήμα

επεξεργασία

συνταράζω (παθητική φωνή: συνταράζομαι)

  1. (κυριολεκτικά) ταράζω ή τραντάζω έντονα κάποιον
    ≈ συνώνυμα: ταρακουνώ, δονώ
  2. (μεταφορικά) προκαλώ ψυχική αναστάτωση
    ≈ συνώνυμα: συγκλονίζω, ταρακουνώ

Κλίση

επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • συνταράσσω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • συνταρακτικά
  • συνταρακτικός
  • συνταραχή
  • → δείτε τη λέξη ταράσσω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    συνταράζω
  • αγγλικά : overwhelm (en), awe (en)
  • γαλλικά : troubler (fr), bouleverser (fr)
  • γερμανικά : erschüttern (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συνταράζω&oldid=5557058"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Απριλίου 2022, στις 08:40

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Απριλίου 2022, στις 08:40.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας