Ετυμολογία

επεξεργασία
τραντάζω < ίσως[1] αρχαία ελληνική τανταλίζω < Τάνταλ(ος) + -ίζω).[2] Κατ’ άλλη άποψη,[3] δάνειο σλαβικής προέλευσης tront(ja) + -άζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾanˈda.zo/

τραντάζω, αόρ.: τράνταξα, παθ.φωνή: τραντάζομαι, π.αόρ.: τραντάχτηκα, μτχ.π.π.: τρανταγμένος

  1. κουνώ με δύναμη και βία
  2. (μεταφορικά) (οικείο) αναστατώνω, συγκλονίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. *ταντανίζω > *τραντανίζω με ανάπτυξη του <ρ> > τραντάζω με -άζω όπως τινάζω.
  3. τραντάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας