↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρανταχτός η τρανταχτή το τρανταχτό
      γενική του τρανταχτού της τρανταχτής του τρανταχτού
    αιτιατική τον τρανταχτό την τρανταχτή το τρανταχτό
     κλητική τρανταχτέ τρανταχτή τρανταχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρανταχτοί οι τρανταχτές τα τρανταχτά
      γενική των τρανταχτών των τρανταχτών των τρανταχτών
    αιτιατική τους τρανταχτούς τις τρανταχτές τα τρανταχτά
     κλητική τρανταχτοί τρανταχτές τρανταχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρανταχτός < τραντάζω + -τός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾan.daˈxtos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /tɾan.daˈxti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /tɾan.daˈxto/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

τρανταχτός, -ή, -ό

  1. αυτός που τραντάζεται, δονείται
  2. (μεταφορικά) ο συγκλονιστικός, που προκαλεί εντύπωση

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία