τρανταχτός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾan.daˈxtos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /tɾan.daˈxti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /tɾan.daˈxto/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τρανταχτός, -ή, -ό
- αυτός που τραντάζεται, δονείται
- (μεταφορικά) ο συγκλονιστικός, που προκαλεί εντύπωση