ατράνταχτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈtɾan.da.xtos/
Επίθετο επεξεργασία
ατράνταχτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δεν μπορεί να τρανταχτεί, να κλονιστεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τραντάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατράνταχτος