↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκλονιστικός η συγκλονιστική το συγκλονιστικό
      γενική του συγκλονιστικού της συγκλονιστικής του συγκλονιστικού
    αιτιατική τον συγκλονιστικό τη συγκλονιστική το συγκλονιστικό
     κλητική συγκλονιστικέ συγκλονιστική συγκλονιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκλονιστικοί οι συγκλονιστικές τα συγκλονιστικά
      γενική των συγκλονιστικών των συγκλονιστικών των συγκλονιστικών
    αιτιατική τους συγκλονιστικούς τις συγκλονιστικές τα συγκλονιστικά
     κλητική συγκλονιστικοί συγκλονιστικές συγκλονιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκλονιστικός < συγ- + κλονίζω
Η λέξη πιστοποιείται σε έγγραφα / πηγές από το 1893

  Επίθετο

επεξεργασία

συγκλονιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία