Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγκλονιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συγκλονιστικ
ός
η
συγκλονιστικ
ή
το
συγκλονιστικ
ό
γενική
του
συγκλονιστικ
ού
της
συγκλονιστικ
ής
του
συγκλονιστικ
ού
αιτιατική
τον
συγκλονιστικ
ό
τη
συγκλονιστικ
ή
το
συγκλονιστικ
ό
κλητική
συγκλονιστικ
έ
συγκλονιστικ
ή
συγκλονιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συγκλονιστικ
οί
οι
συγκλονιστικ
ές
τα
συγκλονιστικ
ά
γενική
των
συγκλονιστικ
ών
των
συγκλονιστικ
ών
των
συγκλονιστικ
ών
αιτιατική
τους
συγκλονιστικ
ούς
τις
συγκλονιστικ
ές
τα
συγκλονιστικ
ά
κλητική
συγκλονιστικ
οί
συγκλονιστικ
ές
συγκλονιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συγκλονιστικός
<
συγ-
+
κλονίζω
Η λέξη πιστοποιείται σε έγγραφα / πηγές από το 1893
Επίθετο
επεξεργασία
συγκλονιστικός, -ή, -ό
αυτός που συγκλονίζει, προκαλώντας
ταραχή
ή
συγκίνηση
συγκλονιστική
είδηση
Συγγενικά
επεξεργασία
συγκλονίζω
συγκλονισμός
συγκλονιστικά
Συνώνυμα
επεξεργασία
συναρπαστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγκλονιστικός
αγγλικά
:
shocking
(en)
·
ασύλληπτος
:
mind-boggling
(en)
γαλλικά
:
bouleversant
(fr)
ρωσικά
:
шокирующий
(ru)
,
ошеломительный
(ru)