↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγκλονισμός οι συγκλονισμοί
      γενική του συγκλονισμού των συγκλονισμών
    αιτιατική τον συγκλονισμό τους συγκλονισμούς
     κλητική συγκλονισμέ συγκλονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκλονισμός < συγκλονίζω + -μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκλονισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία