Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκλονιστικά < συγκλονιστικός

  Επίρρημα επεξεργασία

συγκλονιστικά

  • κατά τρόπο συγκλονιστικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

συγκλονιστικά