shocking
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | shocking |
συγκριτικός | more shocking |
υπερθετικός | most shocking |
shocking (en)
- συγκλονιστικός, σοκαριστικός
- ⮡ a shocking defeat - συγκλονιστική ήττα
- ⮡ a shocking piece of news - συγκλονιστική είδηση
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαshocking (en)
Πηγές
επεξεργασία- shocking - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 831. ISBN 9780194325684., λήμμα: συγκλονιστικός