Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοκαριστικός η σοκαριστική το σοκαριστικό
      γενική του σοκαριστικού της σοκαριστικής του σοκαριστικού
    αιτιατική τον σοκαριστικό τη σοκαριστική το σοκαριστικό
     κλητική σοκαριστικέ σοκαριστική σοκαριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοκαριστικοί οι σοκαριστικές τα σοκαριστικά
      γενική των σοκαριστικών των σοκαριστικών των σοκαριστικών
    αιτιατική τους σοκαριστικούς τις σοκαριστικές τα σοκαριστικά
     κλητική σοκαριστικοί σοκαριστικές σοκαριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοκαριστικός < ρήμα σοκάρω

  Επίθετο επεξεργασία

σοκαριστικός -ή -ό

σοκαριστικά νοτκουμέντα
σοκαριστικές σκηνές


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία