choquant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | choquant | choquants |
θηλυκό | choquante | choquantes |
choquant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | choquant | choquants |
θηλυκό | choquante | choquantes |
choquant (fr) αρσενικό