repulsive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | repulsive |
συγκριτικός | more repulsive |
υπερθετικός | most repulsive |
Επίθετο
επεξεργασίαrepulsive (en)
- απωθητικός, αποκρουστικός, σιχαίνομαι
- ↪ a repulsive sight - απωθητικό/αποκρουστικό θέαμα
- ↪ All food was repulsive (to me) during my illness.
- Σιχαινόμουν όλα τα φαγητά στη διάρκεια της αρρώστειας μου.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
- (φυσική) απωθητικός, που προκαλεί απώθηση
- ↪ repulsive forces - απωθητικές δυνάμεις