ΔΦΑ : /faʊl/
 

foul (en)

  1. βρόμικος, λερός, ρυπαρός, καλυμμένος με μια άσχημη, βρόμικη, απωθητική ουσία
  2. (για γλώσσα, λόγο) άσχημος, αισχρός, προσβλητικός
    παράδειγμα  foul words; foul language λείπει η μετάφραση
  3. αχρείος
    παράδειγμα  He has a foul set of friends. λείπει η μετάφραση
  4. αηδιαστικός
    παράδειγμα  a foul disease
    παράδειγμα  this foul food is making me retch λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unpleasant
  5. (για καιρικές συνθήκες) άσχημος, κακός
    παράδειγμα  some foul weather is brewing
  6. που δε συμμορφώνεται με τους κανόνες ενός παιχνιδιού, μιας εξέτασης κλπ
    παράδειγμα  foul play is not suspected

Συγγενικά

επεξεργασία

foul (en)

  1. (μεταβατικό)
    1. λερώνω, βρομίζω
      παράδειγμα  he's fouled her diapers λείπει η μετάφραση
    2. λερώνω, κηλιδώνω
      παράδειγμα  he's fouled his reputation
    3. βουλώνω
      παράδειγμα  the hair has fouled the drain
    4. (ναυτικός όρος) μπλέκω, μπερδεύω
      παράδειγμα  the kelp has fouled the prop
    5. (αθλητισμός) κάνω φάουλ σε κάποιον
      παράδειγμα  Smith fouled him hard
  2. (αμετάβατο)
    1. βουλώνω
      παράδειγμα  the drain fouled
    2. μπλέκομαι, μπερδεύομαι, σκαλώνω
      παράδειγμα  the prop fouled on the kelp
    3. (αθλητισμός) κάνω φάουλ
      παράδειγμα  Smith fouled within the first minute of the quarter

Ουσιαστικό

επεξεργασία