foul
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfoul (en)
- βρόμικος, λερός, ρυπαρός, καλυμμένος με μια άσχημη, βρόμικη, απωθητική ουσία
- (για γλώσσα, λόγο) άσχημος, αισχρός, προσβλητικός
- ⮡ foul words; foul language → λείπει η μετάφραση
- αχρείος
- ⮡ He has a foul set of friends. → λείπει η μετάφραση
- αηδιαστικός
- ⮡ a foul disease
- ⮡ this foul food is making me retch → λείπει η μετάφραση
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
- (για καιρικές συνθήκες) άσχημος, κακός
- ⮡ some foul weather is brewing
- που δε συμμορφώνεται με τους κανόνες ενός παιχνιδιού, μιας εξέτασης κλπ
- ⮡ foul play is not suspected
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfoul (en)
- (μεταβατικό)
- (αμετάβατο)
- βουλώνω
- ⮡ the drain fouled
- μπλέκομαι, μπερδεύομαι, σκαλώνω
- ⮡ the prop fouled on the kelp
- (αθλητισμός) κάνω φάουλ
- ⮡ Smith fouled within the first minute of the quarter
- βουλώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfoul (en)
- (αθλητισμός) το φάουλ