Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπλέκομαι < παθητική φωνή του ρήματος μπλέκω

  Ρήμα επεξεργασία

μπλέκομαι, παθητική μετοχή μπλεγμένος

  1. επεμβαίνω σε υποθέσεις που δεν με αφορούν
  2. ανακατεύομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία