μπλέκομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπλέκομαι < παθητική φωνή του ρήματος μπλέκω
Ρήμα επεξεργασία
μπλέκομαι, παθητική μετοχή μπλεγμένος
- επεμβαίνω σε υποθέσεις που δεν με αφορούν
- ανακατεύομαι
μπλέκομαι, παθητική μετοχή μπλεγμένος