Ετυμολογία

επεξεργασία
λερώνω < λείπει η ετυμολογία

λερώνω (μεταβατικό)

  1. βρομίζω, ρυπαίνω
  2. κηλιδώνω την τιμή κάποιου

(αμετάβατο)

  1. λερώνομαι

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία