Ετυμολογία

επεξεργασία

ρυπαίνω, πρτ.: ρύπανα, αόρ.: ρύπανα, παθ.φωνή: ρυπαίνομαι, π.αόρ.: ρυπάνθηκα, μτχ.π.π.: ρυπασμένος

  1. επιβαρύνω το περιβάλλον με επιβλαβείς ουσίες, ήχο ή φως
      Όσο κι αν ρυπανθεί ο Σαρωνικός, θα μένει ελπίζω πάντα κάποια σχετικά καθαρή ακρογιαλιά. (Κώστας Ταχτσής, Η γιαγιά μου η Αθήνα, 1979 [κείμενα])
  2. (μεταφορικά) λερώνω, βρομίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη ρύπος

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία