Δείτε επίσης: ἀπορρυπαίνω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απορρυπαίνω < απο- + ρυπαίνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική depolute)

  Ρήμα επεξεργασία

απορρυπαίνω (παθητική φωνή: απορρυπαίνομαι)

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία