απορρυπαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απορρυπαίνω < απο- + ρυπαίνω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική depolute)
Ρήμα
επεξεργασίααπορρυπαίνω (παθητική φωνή: απορρυπαίνομαι)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απορρύπανση
- απορρυπαντικά
- απορρυπαντικό
- απορρυπαντικός
- → δείτε τις λέξεις από, ρυπαίνω και ρύπος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απορρυπαίνω | απορρύπαινα | θα απορρυπαίνω | να απορρυπαίνω | απορρυπαίνοντας | |
β' ενικ. | απορρυπαίνεις | απορρύπαινες | θα απορρυπαίνεις | να απορρυπαίνεις | απορρύπαινε | |
γ' ενικ. | απορρυπαίνει | απορρύπαινε | θα απορρυπαίνει | να απορρυπαίνει | ||
α' πληθ. | απορρυπαίνουμε | απορρυπαίναμε | θα απορρυπαίνουμε | να απορρυπαίνουμε | ||
β' πληθ. | απορρυπαίνετε | απορρυπαίνατε | θα απορρυπαίνετε | να απορρυπαίνετε | απορρυπαίνετε | |
γ' πληθ. | απορρυπαίνουν(ε) | απορρύπαιναν απορρυπαίναν(ε) |
θα απορρυπαίνουν(ε) | να απορρυπαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απορρύπανα | θα απορρυπάνω | να απορρυπάνω | απορρυπάνει | ||
β' ενικ. | απορρύπανες | θα απορρυπάνεις | να απορρυπάνεις | απορρύπανε | ||
γ' ενικ. | απορρύπανε | θα απορρυπάνει | να απορρυπάνει | |||
α' πληθ. | απορρυπάναμε | θα απορρυπάνουμε | να απορρυπάνουμε | |||
β' πληθ. | απορρυπάνατε | θα απορρυπάνετε | να απορρυπάνετε | απορρυπάνετε | ||
γ' πληθ. | απορρύπαναν απορρυπάναν(ε) |
θα απορρυπάνουν(ε) | να απορρυπάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απορρυπάνει | είχα απορρυπάνει | θα έχω απορρυπάνει | να έχω απορρυπάνει | ||
β' ενικ. | έχεις απορρυπάνει | είχες απορρυπάνει | θα έχεις απορρυπάνει | να έχεις απορρυπάνει | ||
γ' ενικ. | έχει απορρυπάνει | είχε απορρυπάνει | θα έχει απορρυπάνει | να έχει απορρυπάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε απορρυπάνει | είχαμε απορρυπάνει | θα έχουμε απορρυπάνει | να έχουμε απορρυπάνει | ||
β' πληθ. | έχετε απορρυπάνει | είχατε απορρυπάνει | θα έχετε απορρυπάνει | να έχετε απορρυπάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν απορρυπάνει | είχαν απορρυπάνει | θα έχουν απορρυπάνει | να έχουν απορρυπάνει |
|