Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απορρυπαντικός η απορρυπαντική το απορρυπαντικό
      γενική του απορρυπαντικού της απορρυπαντικής του απορρυπαντικού
    αιτιατική τον απορρυπαντικό την απορρυπαντική το απορρυπαντικό
     κλητική απορρυπαντικέ απορρυπαντική απορρυπαντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απορρυπαντικοί οι απορρυπαντικές τα απορρυπαντικά
      γενική των απορρυπαντικών των απορρυπαντικών των απορρυπαντικών
    αιτιατική τους απορρυπαντικούς τις απορρυπαντικές τα απορρυπαντικά
     κλητική απορρυπαντικοί απορρυπαντικές απορρυπαντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απορρυπαντικός < απορρυπαίνω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική détersif)

  Επίθετο επεξεργασία

απορρυπαντικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την απορρύπανση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
  2. (παρωχημένο) καθαρτικός, εξαγνιστικός
  3. (ουσιαστικοποιημένο) απορρυπαντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία