απορρυπαντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απορρυπαντικός < απορρυπαίνω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική détersif)
Επίθετο επεξεργασία
απορρυπαντικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απορρύπανση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
- (παρωχημένο) καθαρτικός, εξαγνιστικός
- (ουσιαστικοποιημένο) απορρυπαντικό
Συγγενικά επεξεργασία
- απορρυπαντικά
- απορρυπαντικό
- → δείτε τις λέξεις απορρυπαίνω, ρυπαίνω και ρύπος