↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απορρυπαντικό τα απορρυπαντικά
      γενική του απορρυπαντικού των απορρυπαντικών
    αιτιατική το απορρυπαντικό τα απορρυπαντικά
     κλητική απορρυπαντικό απορρυπαντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απορρυπαντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απορρυπαντικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απορρυπαντικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

απορρυπαντικό