απορρυπαντικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απορρυπαντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απορρυπαντικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπορρυπαντικό ουδέτερο
- λιποδιαλυτικό ένζυμο ή χημικό ή άλλη καθαριστική ουσία που χρησιμοποιείται για την απορρύπανση, τον καθαρισμό των ρούχων κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααπορρυπαντικό
- αιτιατική ενικού του απορρυπαντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του απορρυπαντικός