απορρύπανση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απορρύπανση | οι | απορρυπάνσεις |
γενική | της | απορρύπανσης* | των | απορρυπάνσεων |
αιτιατική | την | απορρύπανση | τις | απορρυπάνσεις |
κλητική | απορρύπανση | απορρυπάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απορρυπάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απορρύπανση < απορρυπαίνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική depollution)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπορρύπανση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του απορρυπαίνω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απορρύπανση