Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρύπανση οι ρυπάνσεις
      γενική της ρύπανσης* των ρυπάνσεων
    αιτιατική τη ρύπανση τις ρυπάνσεις
     κλητική ρύπανση ρυπάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρυπάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρύπανση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ῥύπανσις < αρχαία ελληνική ῥυπαν- (ῥυπαίνω) + (-σις) -ση. Επίσης, (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική pollution[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾi.pan.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρύ‐παν‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρύπανση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Με ένα ή δύο -ρ-[2]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ρύπανση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Dr Moshe. "Στον αρμό τής σύνθεσης ‑ρρ‑ vs ‑ρ‑" 2009.02.06.Linguarium. © Θεόδωρος Μωυσιάδης. πρόσβαση:2019.04.16.