ρύπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρύπος | οι | ρύποι |
γενική | του | ρύπου | των | ρύπων |
αιτιατική | τον | ρύπο | τους | ρύπους |
κλητική | ρύπε | ρύποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρύπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥύπος
- για τη ρύπανση < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική pollution [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɾi.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρύ‐πος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρύπος αρσενικό
- η βρομιά
- η χημική ουσία που ρυπαίνει το περιβάλλον
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ρύπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας