Δείτε επίσης: ῥύπος, ῥῖπος, ρίπος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρύπος οι ρύποι
      γενική του ρύπου των ρύπων
    αιτιατική τον ρύπο τους ρύπους
     κλητική ρύπε ρύποι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρύπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥύπος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɾi.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρύ‐πος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρύπος αρσενικό

  1. βρομιά
  2. ουσία που ρυπαίνει το περιβάλλον
    ※  Στο εργοστάσιο λειτουργούν 19 ηλεκτροστατικά φίλτρα και 136 σακόφιλτρα τελευταίας τεχνολογίας, συμβάλλοντας σημαντικά στη μείωση των ρύπων (Αίγλη Δήμογλου, Η βιομηχανία στο νομό Μαγνησίας από στον 19ο στον 20ο αιώνα, 2005, σελ. 113)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία