↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρυπογόνος η ρυπογόνος
ρυπογόνα
το ρυπογόνο
      γενική του ρυπογόνου της ρυπογόνου
ρυπογόνας
του ρυπογόνου
    αιτιατική τον ρυπογόνο τη ρυπογόνο
ρυπογόνα
το ρυπογόνο
     κλητική ρυπογόνε ρυπογόνε
ρυπογόνα
ρυπογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρυπογόνοι οι ρυπογόνοι
ρυπογόνες
τα ρυπογόνα
      γενική των ρυπογόνων των ρυπογόνων των ρυπογόνων
    αιτιατική τους ρυπογόνους τις ρυπογόνους
ρυπογόνες
τα ρυπογόνα
     κλητική ρυπογόνοι ρυπογόνοι
ρυπογόνες
ρυπογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρυπογόνος < ρύπ(ος) + -ο- + -γόνος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾi.poˈɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρυ‐πο‐γό‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

ρυπογόνος, -ος/α, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία