Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ρυπαντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ρυπαντικ
ός
η
ρυπαντικ
ή
το
ρυπαντικ
ό
γενική
του
ρυπαντικ
ού
της
ρυπαντικ
ής
του
ρυπαντικ
ού
αιτιατική
τον
ρυπαντικ
ό
τη
ρυπαντικ
ή
το
ρυπαντικ
ό
κλητική
ρυπαντικ
έ
ρυπαντικ
ή
ρυπαντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ρυπαντικ
οί
οι
ρυπαντικ
ές
τα
ρυπαντικ
ά
γενική
των
ρυπαντικ
ών
των
ρυπαντικ
ών
των
ρυπαντικ
ών
αιτιατική
τους
ρυπαντικ
ούς
τις
ρυπαντικ
ές
τα
ρυπαντικ
ά
κλητική
ρυπαντικ
οί
ρυπαντικ
ές
ρυπαντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ρυπαντικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ρυπαντικός, -ή, -ό
που
συμβάλλει
ή
προκαλεί
ρύπανση
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ρύπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ρυπαντικός
γαλλικά
:
polluant
(fr)