ρυπαντικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρυπαντικά < ρυπαντικ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαρυπαντικά
- με ρυπαντικό τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρυπαντικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαρυπαντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ρυπαντικός