polluant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
polluant | polluants |
polluant (fr) αρσενικό
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | polluant | polluants |
θηλυκό | polluante | polluantes |
polluant (fr)
ενικός | πληθυντικός |
polluant | polluants |
polluant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | polluant | polluants |
θηλυκό | polluante | polluantes |
polluant (fr)