σακόφιλτρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σακόφιλτρο < σάκκος + -ο- + φίλτρο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bag filter)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασακόφιλτρο ουδέτερο
- (τεχνολογία) υφασμάτινο φίλτρο για την απομάκρυνση λεπτών αιωρούμενων σωματιδίων από ροές ρευστών (είτε αέρια είτε υγρά). Στον πληθυντικό (σακόφιλτρα) μπορεί να αντιστοιχεί και σε συστοιχία τέτοιων φίλτρων.
- ※ Στο εργοστάσιο λειτουργούν 19 ηλεκτροστατικά φίλτρα και 136 σακόφιλτρα τελευταίας τεχνολογίας, συμβάλλοντας σημαντικά στη μείωση των ρύπων (Αίγλη Δήμογλου, Η βιομηχανία στο νομό Μαγνησίας από στον 19ο στον 20ο αιώνα, 2005, σελ. 113)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σακόφιλτρο