pollution
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pollution | pollutions |
Ετυμολογία
επεξεργασία- pollution < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική pollucion < αγγλονορμανδική pollutiun < μέση γαλλική pollution, pollucion
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pəˈluː.ʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpollution (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pollution | pollutions |
Ετυμολογία
επεξεργασία- pollution < άμεσο δάνειο από τη λατινική pollūtiō. Μορφολογικά αναλύεται σε polluer + -tion.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɔ.ly.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpollution (fr) θηλυκό