ενικός         πληθυντικός  
pollution pollutions
 
Wikipedia logo
Η en.Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pollution < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική pollucion < αγγλονορμανδική pollutiun < μέση γαλλική pollution, pollucion

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pəˈluː.ʃən/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pollution (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η μόλυνση
  2. η ρύπανση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pollution pollutions

  Ετυμολογία

επεξεργασία
pollution < άμεσο δάνειο από τη λατινική pollūtiō. Μορφολογικά αναλύεται σε polluer + -tion.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɔ.ly.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pollution (fr) θηλυκό

  1. η ρύπανση
  2. η μόλυνση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία