ενικός         πληθυντικός  
souillure souillures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

souillure (fr) θηλυκό

  1. (σπάνιο) λεκές, βρόμα
  2. (μεταφορικά, λογοτεχνικό) ταπείνωση, ατιμία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη souiller