• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ταπείνωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταπείνωση οι ταπεινώσεις
      γενική της ταπείνωσης* των ταπεινώσεων
    αιτιατική την ταπείνωση τις ταπεινώσεις
     κλητική ταπείνωση ταπεινώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταπεινώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ταπείνωση < αρχαία ελληνική ταπείνωσις < ταπεινόω-ῶ

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταπείνωση θηλυκό

  1. η ηθική μείωση της αξιοπρέπειας κάποιου
  2. ο εξευτελισμός

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  ταπεινός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ταπείνωση
  • αγγλικά : humiliation (en)
  • γαλλικά : rabaissement (fr), humiliation (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ταπείνωση&oldid=5073264"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Μαΐου 2021, στις 05:42

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Μαΐου 2021, στις 05:42.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας