ταπεινώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ταπεινώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ταπεινώνω
- θα ταπεινώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ταπεινώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ταπεινώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταπείνωση