• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εξευτελισμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξευτελισμός οι εξευτελισμοί
      γενική του εξευτελισμού των εξευτελισμών
    αιτιατική τον εξευτελισμό τους εξευτελισμούς
     κλητική εξευτελισμέ εξευτελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εξευτελισμός < ελληνιστική κοινή ἐξευτελισμός < ἐξευτελίζω < ἐξ + εὐτελίζω < αρχαία ελληνική εὐτελής < εὖ + τέλος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εξευτελισμός αρσενικό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξευτελίζω, η ταπείνωση, το ντρόπιασμα, η έκθεση στη δημόσια κριτική, η διαπόμπευση, αυτό που υφίσταται ο εξευτελιζόμενος ή εξευτελισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις εξευτελίζω, ευτελίζω, ευτελής, ευ και τέλος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εξευτελισμός
  • γαλλικά : humiliation (fr), avilissement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εξευτελισμός&oldid=5385883"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 19:42

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 19:42.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας