Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξευτελισμός οι εξευτελισμοί
      γενική του εξευτελισμού των εξευτελισμών
    αιτιατική τον εξευτελισμό τους εξευτελισμούς
     κλητική εξευτελισμέ εξευτελισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξευτελισμός < ελληνιστική κοινή ἐξευτελισμός < ἐξευτελίζω < ἐξ + εὐτελίζω < αρχαία ελληνική εὐτελής < εὖ + τέλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξευτελισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία