ενικός         πληθυντικός  
avilissement avilissements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

avilissement (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη avilir