abaissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- abaissement < abaisser
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abaissement | abaissements |
abaissement (fr) αρσενικό
- το κατέβασμα, το χαμήλωμα
- η υποτίμηση
- (μεταφορικά) ο εξευτελισμός
- (θρησκεία) η ταπείνωση