Ετυμολογία

επεξεργασία
abaisse < abaisser

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.bɛs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abaisse abaisses

abaisse (fr) θηλυκό