↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζύμη οι ζύμες
      γενική της ζύμης των ζυμών
    αιτιατική τη ζύμη τις ζύμες
     κλητική ζύμη ζύμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζύμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζύμη[1] < ζέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yes- (βράζω, αφρίζω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈzi.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζύ‐μη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζύμη θηλυκό

 
ζύμη για ψωμί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

ζύμη < ζέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζύμη θηλυκό

  1. προζύμι
  2. μαγιά