↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυμοειδής η ζυμοειδής το ζυμοειδές
      γενική του ζυμοειδούς* της ζυμοειδούς του ζυμοειδούς
    αιτιατική τον ζυμοειδή τη ζυμοειδή το ζυμοειδές
     κλητική ζυμοειδή(ς) ζυμοειδής ζυμοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυμοειδείς οι ζυμοειδείς τα ζυμοειδή
      γενική των ζυμοειδών των ζυμοειδών των ζυμοειδών
    αιτιατική τους ζυμοειδείς τις ζυμοειδείς τα ζυμοειδή
     κλητική ζυμοειδείς ζυμοειδείς ζυμοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζυμοειδής < ελληνιστική κοινή ζυμοειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

ζυμοειδής

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία