ζυμώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζυμώδης | η | ζυμώδης | το | ζυμώδες |
γενική | του | ζυμώδους | της | ζυμώδους | του | ζυμώδους |
αιτιατική | τον | ζυμώδη | τη | ζυμώδη | το | ζυμώδες |
κλητική | ζυμώδη(ς) | ζυμώδης | ζυμώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζυμώδεις | οι | ζυμώδεις | τα | ζυμώδη |
γενική | των | ζυμωδών | των | ζυμωδών | των | ζυμωδών |
αιτιατική | τους | ζυμώδεις | τις | ζυμώδεις | τα | ζυμώδη |
κλητική | ζυμώδεις | ζυμώδεις | ζυμώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζυμώδης < αρχαία ελληνική ζυμώδης
Επίθετο
επεξεργασίαζυμώδης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζυμώδης
|