Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζυμωτής οι ζυμωτές
      γενική του ζυμωτή των ζυμωτών
    αιτιατική τον ζυμωτή τους ζυμωτές
     κλητική ζυμωτή ζυμωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζυμωτής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζυμωτής < ζυμώ(νω) + -τής [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zi.moˈtis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζυμωτής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ζυμωτής

  Αναφορές επεξεργασία