ζυμώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζυμώνω < ελληνιστική κοινή ζυμόω / ζυμῶ < ζέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yes- (βράζω, αφρίζω)
Ρήμα
επεξεργασίαζυμώνω , πρτ.: ζύμωνα, στ.μέλλ.: θα ζυμώσω, αόρ.: ζύμωσα, παθ.φωνή: ζυμώνομαι, μτχ.π.π.: ζυμωμένος
- με τα χέρια μου ή με ειδικό μηχάνημα πιέζω και μαλάσσω μια μάζα από ζύμη ώστε να γίνει ένα ομογενές σώμα και να είναι έτοιμη για να πλάσω από αυτήν ψωμί, γλυκίσματα κλπ
- πιέζω με τα χέρια μου μια μάζα από διαφορετικά υλικά ώστε να σχηματιστεί ενα ομογενές κατά το δυνατόν μείγμα
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ζυμοδκιαρτίζω (κυπριακά)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζυμώνω | ζύμωνα | θα ζυμώνω | να ζυμώνω | ζυμώνοντας | |
β' ενικ. | ζυμώνεις | ζύμωνες | θα ζυμώνεις | να ζυμώνεις | ζύμωνε | |
γ' ενικ. | ζυμώνει | ζύμωνε | θα ζυμώνει | να ζυμώνει | ||
α' πληθ. | ζυμώνουμε | ζυμώναμε | θα ζυμώνουμε | να ζυμώνουμε | ||
β' πληθ. | ζυμώνετε | ζυμώνατε | θα ζυμώνετε | να ζυμώνετε | ζυμώνετε | |
γ' πληθ. | ζυμώνουν(ε) | ζύμωναν ζυμώναν(ε) |
θα ζυμώνουν(ε) | να ζυμώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζύμωσα | θα ζυμώσω | να ζυμώσω | ζυμώσει | ||
β' ενικ. | ζύμωσες | θα ζυμώσεις | να ζυμώσεις | ζύμωσε | ||
γ' ενικ. | ζύμωσε | θα ζυμώσει | να ζυμώσει | |||
α' πληθ. | ζυμώσαμε | θα ζυμώσουμε | να ζυμώσουμε | |||
β' πληθ. | ζυμώσατε | θα ζυμώσετε | να ζυμώσετε | ζυμώστε | ||
γ' πληθ. | ζύμωσαν ζυμώσαν(ε) |
θα ζυμώσουν(ε) | να ζυμώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζυμώσει | είχα ζυμώσει | θα έχω ζυμώσει | να έχω ζυμώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζυμώσει | είχες ζυμώσει | θα έχεις ζυμώσει | να έχεις ζυμώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζυμώσει | είχε ζυμώσει | θα έχει ζυμώσει | να έχει ζυμώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζυμώσει | είχαμε ζυμώσει | θα έχουμε ζυμώσει | να έχουμε ζυμώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζυμώσει | είχατε ζυμώσει | θα έχετε ζυμώσει | να έχετε ζυμώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζυμώσει | είχαν ζυμώσει | θα έχουν ζυμώσει | να έχουν ζυμώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζυμώνομαι | ζυμωνόμουν(α) | θα ζυμώνομαι | να ζυμώνομαι | ||
β' ενικ. | ζυμώνεσαι | ζυμωνόσουν(α) | θα ζυμώνεσαι | να ζυμώνεσαι | (ζυμώνου) | |
γ' ενικ. | ζυμώνεται | ζυμωνόταν(ε) | θα ζυμώνεται | να ζυμώνεται | ||
α' πληθ. | ζυμωνόμαστε | ζυμωνόμαστε ζυμωνόμασταν |
θα ζυμωνόμαστε | να ζυμωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ζυμώνεστε | ζυμωνόσαστε ζυμωνόσασταν |
θα ζυμώνεστε | να ζυμώνεστε | (ζυμώνεστε) | |
γ' πληθ. | ζυμώνονται | ζυμώνονταν ζυμωνόντουσαν |
θα ζυμώνονται | να ζυμώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζυμώθηκα | θα ζυμωθώ | να ζυμωθώ | ζυμωθεί | ||
β' ενικ. | ζυμώθηκες | θα ζυμωθείς | να ζυμωθείς | ζυμώσου | ||
γ' ενικ. | ζυμώθηκε | θα ζυμωθεί | να ζυμωθεί | |||
α' πληθ. | ζυμωθήκαμε | θα ζυμωθούμε | να ζυμωθούμε | |||
β' πληθ. | ζυμωθήκατε | θα ζυμωθείτε | να ζυμωθείτε | ζυμωθείτε | ||
γ' πληθ. | ζυμώθηκαν ζυμωθήκαν(ε) |
θα ζυμωθούν(ε) | να ζυμωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ζυμωθεί | είχα ζυμωθεί | θα έχω ζυμωθεί | να έχω ζυμωθεί | ζυμωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ζυμωθεί | είχες ζυμωθεί | θα έχεις ζυμωθεί | να έχεις ζυμωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ζυμωθεί | είχε ζυμωθεί | θα έχει ζυμωθεί | να έχει ζυμωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ζυμωθεί | είχαμε ζυμωθεί | θα έχουμε ζυμωθεί | να έχουμε ζυμωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ζυμωθεί | είχατε ζυμωθεί | θα έχετε ζυμωθεί | να έχετε ζυμωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ζυμωθεί | είχαν ζυμωθεί | θα έχουν ζυμωθεί | να έχουν ζυμωθεί |